-
1 явление
-я ουδ.1. εμφάνιση, παρουσία(ση), ερχομός, άφιξη, προσέλευση.2. (θεατρ.) μέρος πράξης που τα δρώντα πρόσωπα δεν αλλάζουν.3. φαινόμενο•явление природы φυσικό φαινόμενο•
общественное явление κοινωνικό φαινόμενο•
химическое явление χημικό φαινόμενο•
странное παράξενο φαινόμενο.
(φιλοσ.) η εξωτερική μορφή (ύλης, πραγμάτων κλπ.). -
2 явление
явление с το φαινόμενο; \явлениея природы τα φυσικά φαινόμενα* * *сτο φαινόμενοявле́ния приро́ды — τα φυσικά φαινόμενα
-
3 явление
явлени||ес1. τό φαινόμενον/ τό περι-στατικό[ν], τό συμβάν (событие, случай):\явлениея природы τα φυσικά.φαινόμενα, τά φαινόμενα τής φύσης· обычное \явление τό συνηθισμένο φαινόμενο· странное \явление τό παράξενο φαινόμενο·2. театр. ἡ σκηνή. -
4 явление
[γιαβλιένιιε] ουσ. Θ. φαινόμενο -
5 явление
[γιαβλιένιιε] ουσ θ φαινόμενο -
6 местный
τοπικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > местный
-
7 аномальный
επ.ανώμαλος•-ое явление ανώμαλο φαινόμενο•
-ое состояние ανώμαλη κατάσταση.
-
8 анормальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;ο μη κανονικός, ακανόνιστος, αφύσικος, ανώμαλος, έκρυθμος•-ое явление ανώμαλο φαινόμενο.
-
9 загадочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαινιγματικός, μυστηριώδης•-ое явление μυστηριώδες φαινόμενο•
-ая картина αινιγματική εικόνα.
-
10 местный
επ.1. τοπικός•местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•
местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;
2. μερικός, μη γενικός•-ое явление τοπικό φαινόμενο•
местный наркоз τοπική νάρκωση•
-ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•
-ая газета τοπική εφημερίδα•
-ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•
-го значения τοπικής σημασίας.
|| εγχώριος, ντόπιος•-ые товары εγχώρια εμπορεύματα•
-ое население ντόπιος πληθυσμός.
εκφρ.- ое время – τοπική ώρα•местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση. -
11 наследственность
-и θ.1. κληρονομικότητα•явление -и φαινόμενο κληρονομικότητας.
2. παλ. κληρονομιά, κληρονόμημα. -
12 необъяснимый
επ., βρ: необъяснимый ним, -а, -оαξήγητος, ανεξήγητος, ανερμήνευτος• αδιασαφή-νητος•-ое явление ανεξήγητο φαινόμενο•
факт ανεξήγητο γεγονός.
-
13 нередкий
επ., βρ: -док, -дка, -дкоόχι σπάνιος• συχνός, τακτικός•-ое явление συχνό φαινόμενο.
-
14 обыденный
κ. παλ. обыденныйεπ.καθημερινός, συνηθισμένος ρουτινιασμένος• κοινός•-ое явление συνηθισμένο φαινόμενο•
-ые се-миные заботы καθημερινές ο ικογενειακές φροντίδες.
-
15 патологический
επ.1. παθολογικός•-ая анатомия παθολογική ανατομία.
2. μτφ. αρρωστιάρικος•-ое явление παθολογικό φαινόμενο.
-
16 редкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко; συγκρ. β. реже, υπερθ. β. редчайший.1. αραιός•-ие зубы αραιά δόντια•
-ие волосы αραιά μαλλιά•
-ая ткань αραιό ύφασμα.
2. σπάνιος-редкийое явление σπάνιο φαινόμενο•редкий случай σπάνια περ•ίπτωση.
3. δυσεύρητος•-ая книга σπάνιο βιβλίο•
крайне редкий σπανιότατος.
4. εξαιρετικός•женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετικής (σπάνιας) ομορφιάς.
-
17 бытовой
επ.της καθημερινής ζωής•-ые условия οι συνθήκες της καθημερινής ζωής•
-ое явление φαινόμενο καθημερινής ζωής•
бытовой уклад τα ήθη και έθιμα•
стать -ым явлением γίνομαι συνηθισμένο φαινόμενο•
-ые предметы αντικείμενα καθημερινής (η οικιακής) χρήσης.
-
18 стихия
1. (явление природы) το (ακραίο) φυσικό φαινόμενο 2. (явление общественной жизни) το στοιχείο 3. (привычная среда, окружение) о τρόπος ζωής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стихия
-
19 функция
1. мат. η συνάρτησηвозрастающая - αύξουσα -, αυξανόμενη -- действия мех. - δράσηςпоказательная - см. экспоненциальная -2. биол. η λειτουργία 3. (значение, назначение) о προορισμόςο ρόλος4. (явление, зависящее от другого) η λειτουργίατο φαινόμενο5. (круг деятельности, обязанность) το καθήκον, η υποχρέωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > функция
-
20 эпикриз
мед. 1. (окончательное заключение) το ιατρικό πόρισμα 2. (патологическое явление, наступающее после кризиса болезни) το επακόλουθο (παθολογικό φαινόμενο μετά την κρίση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпикриз
- 1
- 2